καταλυτικός

καταλυτικός
-ή, -ό (Α καταλυτικός, -ή, -όν) [καταλύτης]
1. αυτός που έχει τη δύναμη να καταλύει ή αυτός που συντελεί στην κατάλυση ή τη διάλυση, καταστρεπτικός
νεοελλ.
1. χημ. αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται στην κατάλυση («καταλυτική δράση»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καταλυτική
η ασχολία τού να βρίσκει κάποιος καταλύματα για τους στρατιώτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλυτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κατάλυση ή αυτός που συντελεί στο να καταλύει: Οι ιδέες αυτές είναι καταλυτικές των παραδοσιακών αρχών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταλυτικόν — καταλυτικός able to dissolve masc acc sg καταλυτικός able to dissolve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυτικαί — καταλυτικός able to dissolve fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλυτική — καταλυτικός able to dissolve fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυση — Φαινόμενο κατά το οποίο μικρή ποσότητα μιας ξένης ουσίας, η οποία καλείται καταλύτης, αυξάνει την ταχύτητα μιας χημικής αντίδρασης (θετική κ.) ή την ελαττώνει (αρνητική κ.). Οι καταλύτες δρουν σε ελάχιστες ποσότητες και δεν μετέχουν στην… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • σαρωτικός — ή, ό, Ν [σαρώνω] 1. αυτός που σαρώνει, που καθαρίζει 2. μτφ. α) καταστρεπτικός («σαρωτική θύελλα») β) καταλυτικός, αποφασιστικός, καίριος («σαρωτική νίκη») …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”